θυμβρώδης

θυμβρώδης
θυμβρώδης, ες,
A like savory, Thphr.HP6.7.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυμβρώδης — θυμβρώδης, ες (Α) [θύμβρα] όμοιος με θύμβρα* …   Dictionary of Greek

  • θυμβρώδη — θυμβρώδης like savory neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θυμβρώδης like savory masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θυμβρώδης like savory masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”